ἀμετάβατος — not changing place masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάβατος — η, ο αυτός που δεν πάει ή δεν μπορεί να πάει κάπου· (γραμμ.), «ρήμα αμετάβατο» λέγεται εκείνο που η ενέργειά του δεν πάει σε κάτι άλλο, αλλά μένει στο υποκείμενό του: τρέχω, πηδώ, αναστενάζω κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεταβάτως — ἀμετάβατος not changing place adverbial ἀμετάβατος not changing place masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάβατον — ἀμετάβατος not changing place masc/fem acc sg ἀμετάβατος not changing place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταβάτου — ἀμετάβατος not changing place masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταβάτους — ἀμετάβατος not changing place masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταβάτων — ἀμετάβατος not changing place masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταβάτῳ — ἀμετάβατος not changing place masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάβατα — ἀμετάβατος not changing place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek